αμπατζής

αμπατζής
ο
κατασκευαστής ή πωλητής ενδυμάτων από αμπά*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. abaci.
ΠΑΡ. αμπατζήδικο, αμπατζήτικος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμπατζής — ο ράφτης ή πωλητής αμπάδων: Ήταν φημισμένος αμπατζής και κέρδιζε αρκετά χρήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμπατζήδικο — το 1. εργαστήριο όπου κατασκευάζεται το ύφασμα αμπάς* ή και το κατάστημα που πουλάει τέτοια υφάσματα 2. κατάστημα υφασμάτων και ενδυμάτων για χωρικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. από το επίθ. *αμπατζήδικος < αμπατζής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”